τσίλικος

τσίλικος
gıcır gıcır

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσίλικος, -η — και ια, ο καινούριος, λαμπερός, γυαλιστερός (κυρ. για νομίσματα): Τσίλικο δεκάρικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίλικος — η, ο, Ν 1. (για νομίσματα) νεόκοπος, στιλπνός 2. (γενικά) καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik «στιλπνός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”